- φκιασιδώνω
- μετ. красить, подкрашивать (лицо)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φκιασιδώνω — Ν βλ. φτ(ε)ιασιδώνω … Dictionary of Greek
φκιασιδώνω — βλ. φτιασιδώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτ(ε)ιασιδώνω — και φκιασιδώνω Ν [φτειασίδι] καλλωπίζω, μακιγιάρω … Dictionary of Greek
φτιασιδώνω — φτιασίδωσα, φτιασιδώθηκα, φτιασιδωμένος, και φκιασιδώνω φκιασίδωσα, φκιασιδώθηκα, φκιασιδωμένος, βάφω με κοκκινάδι, μακιγιάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)